αφροστεφάνωτος

αφροστεφάνωτος
αφροστεφάνωτος, -η, -ο και αφροστεφανωμένος, -η, -ο
που έχει στην κορφή του, σαν στέμμα, αφρούς: Ονομαστές είναι στον κόσμο οι αφροστεφάνωτες ελληνικές παραλίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αφροστέφανος — και αφροστεφάνωτος και αφροστεφανωμένος, η, ο στεφανωμένος με αφρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”